- αερόσακος
- Εξάρτημα των αυτοκινήτων, που προφυλάσσει τον οδηγό και τους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. Πρόκειται για ειδικό σάκο που ενεργοποιείται και γεμίζει με αέρα κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης και εμποδίζει –στο μέτρο του δυνατού– την επαφή του σώματος με σκληρές επιφάνειες.
Α. ονομαζόταν επίσης ένα εξάρτημα των αερόπλοιων.
* * *ο (Αερον.)μικρός σάκος που γεμίζεται με αέριο και τοποθετείται μαζί με άλλους στο εσωτερικό τού περιβλήματος τών αεροπλοίων.
Dictionary of Greek. 2013.